- κτήτωρ
- κτήτωρ, ορος, ὁ (Diod S 34 + 35, 2, 31; POxy 237 VIII, 31; 718, 13; PTebt 378, 24; et al. [New Docs 2, 89] Jo 1:11 Sym.) owner of houses and lands χωρίων ἢ οἰκιῶν Ac 4:34 (cp. 1QS 1:11f).—DELG s.v. κτάομαι 7. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.